Ενδιάμεση Έκθεση 2022 του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και απασχόληση
Η παρούσα ενδιάμεση Έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ εξετάζει την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια του α’ εξαμήνου του 2022 και τις εξελίξεις που διαμορφώνονται σε βασικά υποσυστήματά της.
Η ελληνική οικονομία σημειώνει αξιόλογη ανθεκτικότητα ως προς τις κύριες μακροοικονομικές επιδόσεις της το 2022 κυρίως λόγω της δημοσιονομικής στήριξής της. Οι ενδείξεις επιβεβαιώνουν έναν υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης, αλλά με επίσης πολύ υψηλό πληθωρισμό. Ωστόσο, συσσωρεύεται σημαντική αβεβαιότητα ως προς την προοπτική των βασικών προσδιοριστικών παραγόντων του ΑΕΠ. Η ενεργειακή κρίση και η ακρίβεια μειώνουν σημαντικά την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και ενεργοποιούν αποσταθεροποιητικές δυνάμεις στο μακροοικονομικό σύστημα και στην κοινωνία.
Η μετάβαση σε καθεστώς πρωτογενών πλεονασμάτων, το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, ο χαμηλός όγκος των ιδιωτικών επενδύσεων και η πολιτική επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών επιδεινώνουν τη διατηρησιμότητα της μεγέθυνσης και την ευθραυστότητα της οικονομίας. Εάν επαληθευτούν οι τελευταίες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία της μεγέθυνσης και τον πληθωρισμό το 2023, τότε η ελληνική οικονομία είναι πιθανό να βρεθεί αντιμέτωπη με συνθήκες στασιμοπληθωρισμού.
Η θέση την οποία το ΙΝΕ ΓΣΕΕ υπερασπίζεται στον δημόσιο διάλογο είναι ότι, για να είναι διατηρήσιμη και βιώσιμη η ανάπτυξη της χώρας μας, πρέπει να είναι ανθρωποκεντρική. Η αγορά εργασίας είναι ο κρίσιμος κρίκος που συνδέει την οικονομία με την κοινωνία. Η πανδημία επιδείνωσε προϋπάρχοντα ελλείμματα αξιοπρεπούς και βιώσιμης εργασίας και η ακρίβεια έχει οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση της επισφάλειας και σε κρίση κόστους ζωής.
Υποστηρίζουμε ότι ακόμη και σε αυτή τη δύσκολη πληθωριστική συγκυρία είναι πολύ σημαντικό η ασκούμενη οικονομική πολιτική να μην αποκλίνει από τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης της Ατζέντας 2030 του ΟΗΕ. Η οικονομική πολιτική πρέπει να επικεντρωθεί στη δημιουργία αξιοπρεπών και παραγωγικών θέσεων εργασίας, στην καθολική κοινωνική προστασία, στον σεβασμό των θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων και στη διαμόρφωση μισθών αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Επιπλέον, στην περίπτωση της Ελλάδας οι οικονομικές εξελίξεις των τελευταίων ετών αναδεικνύουν επιτακτικά την ανάγκη για υψηλή τεχνολογική εξειδίκευση των επενδύσεων και για κλαδική αναδιάρθρωση και διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας.
Βασικά συμπεράσματα της Ενδιάμεσης Έκθεσης
Παρά τη συνεχιζόμενη ενεργειακή κρίση και τους επιβραδυνόμενους ρυθμούς μεταβολής του παγκόσμιου ΑΕΠ, η ελληνική οικονομία εμφανίζεται ανθεκτική διατηρώντας το α’ εξάμηνο του 2022 υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (8% και 7,7% το α’ και β’ τρίμηνο έναντι 5,5% και 4,3% στον μέσο όρο της Ευρωζώνης αντίστοιχα). Ωστόσο, το 2023 είναι έτος σημαντικών προκλήσεων και αβεβαιότητας για την ελληνική οικονομία, η οποία δεν διαθέτει ισχυρούς ενδογενείς μηχανισμούς που θα εξασφαλίσουν τη διατηρησιμότητα της δυναμικής της.
Η κατανάλωση και οι εξαγωγές υπηρεσιών εξακολουθούν να είναι οι κύριοι προσδιοριστικοί παράγοντες της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς το β’ τρίμηνο του 2022 αυξήθηκαν κατά 3,4 δισ. ευρώ και 3 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Οι συνολικές επενδύσεις όλων των τομέων της οικονομίας διατηρούνται σχετικά σταθερές σε χαμηλό επίπεδο (12% του ΑΕΠ το α’ και το β’ τρίμηνο του 2022) και με μεγάλη απόσταση από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ).
Επίσης, εστία προβληματισμού αποτελεί η συνεχιζόμενη αύξηση των εισαγωγών προϊόντων. Το β’ τρίμηνο του 2022 αντιστοιχούσαν στο 44,4% του ΑΕΠ έναντι 34,3% του ΑΕΠ το ίδιο τρίμηνο του 2021. Η αύξηση αυτή υπερκαλύπτει την αύξηση των εξαγωγών, με αποτέλεσμα το β’ τρίμηνο του 2022 η Ελλάδα να καταγράφει εμπορικό έλλειμμα ύψους 6,6% του ΑΕΠ. Το εμπορικό έλλειμμα, σε συνδυασμό με την αναγκαία προσαρμογή του δημοσιονομικού ισοζυγίου, επιδεινώνει τη διατηρησιμότητα της οικονομικής μεγέθυνσης και την ευθραυστότητα της οικονομίας.
Σε κλαδικό επίπεδο, μεγαλύτερη συμβολή στην παραγωγή ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας είχε ο ενοποιημένος κλάδος εμπορίου, μεταφορών, αποθήκευσης, καταλυμάτων και εστίασης (ετήσια αύξηση περίπου 4 δισ. ευρώ το β’ τρίμηνο του 2022). Περιορισμένη αύξηση παρουσίασε και ο κλάδος της μεταποίησης, η συμβολή όμως του οποίου στην εγχώρια παραγωγή είναι περιορισμένη (5,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ χαμηλότερα σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης). Αντίστοιχα μικρή ήταν η συμβολή των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων. Τα στοιχεία αυτά επισημαίνουν την ανάγκη παραγωγικής αναδιάρθρωσης για την ενίσχυση της αναπτυξιακής βιωσιμότητας της χώρας μας.
Το δημοσιονομικό σύστημα της ελληνικής οικονομίας αντιμετωπίζει τους κραδασμούς που έχουν προκαλέσει η πανδημία και η πληθωριστική κρίση. Ωστόσο, σύμφωνα με όλες τις επίσημες εκτιμήσεις, το 2023 το πρωτογενές ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα είναι πλεονασματικό.
Η σχετικά μεγάλη αύξηση των έμμεσων φόρων κατά τη διάρκεια της πληθωριστικής κρίσης συντήρησε το πρόβλημα της μη προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος της χώρας. Το α΄ εξάμηνο του 2022 η Ελλάδα καταλάμβανε την τρίτη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης όσον αφορά το ύψος του λόγου έμμεσοι/άμεσοι φόροι, πίσω από τη Λετονία και την Πορτογαλία.
Η άνοδος του πληθωρισμού φαίνεται να έχει συμβάλει στη βελτίωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης του Δημοσίου, επηρεάζοντας θετικά την εξέλιξη του ποσοστού των πληρωμών για τόκους της Γενικής Κυβέρνησης στο σύνολο των εσόδων της από άμεσους φόρους, έμμεσους φόρους και κοινωνικές εισφορές. Ειδικότερα, το διάστημα γ΄ τρίμηνο 2021-β΄ τρίμηνο 2022 το συγκεκριμένο ποσοστό στη χώρα μας διαμορφώθηκε στο 5,6%, μειωμένο κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με την προ πανδημίας περίοδο. Παράλληλα, ο πληθωρισμός συνέβαλε, μεταξύ άλλων, και στην αποκλιμάκωση του ποσοστού του δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το 2022 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 171,1% (μείωση 23,4 ποσοστιαίων μονάδων έναντι του προηγούμενου έτους), ενώ το 2023 θα κατέλθει στο 161,9%.
Ωστόσο, παρά τη βελτίωση αυτή, η χρηματοπιστωτική εικόνα του Δημοσίου αναμένεται να παραμείνει σχετικά εύθραυστη, δεδομένης, μεταξύ άλλων της επιδείνωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, της αύξησης των επιτοκίων εξαιτίας της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής διεθνώς και της γεωπολιτικής αστάθειας. Ο δείκτης φερεγγυότητας του Δημοσίου εκτιμάται ότι το 2022 θα παραμείνει σε καθεστώς ultra-Ponzi, εξέλιξη που θα ασκήσει αυξητικές πιέσεις στις χρηματοδοτικές ανάγκες και στον όγκο του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης. Τέλος, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η χρηματοπιστωτική κατάσταση του Δημοσίου θα παραμείνει εύθραυστη και τη διετία 2023-2024, με τον δείκτη φερεγγυότητας να βρίσκεται στο καθεστώς Ponzi.
Στο πλαίσιο αυτό, η δημοσιονομική διαχείριση της πληθωριστικής κρίσης πρέπει να γίνει με τρόπο συνετό, δίνοντας προτεραιότητα σε μέτρα που στηρίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, ενισχύουν τις ροές ρευστότητας στην οικονομία και έχουν υψηλό επεκτατικό αποτέλεσμα σε όρους εισοδήματος και ποιοτικής απασχόλησης. Μια τέτοια σύνθετη επιλογή αποτελεί πρόκληση αλλά και αναγκαιότητα, ώστε να διασφαλιστεί σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα η φερεγγυότητα της χώρας, ειδικά μέσα στο επιδεινούμενο εξωτερικό περιβάλλον της οικονομίας.
Το α’ εξάμηνο του 2022 το ποσοστό απασχόλησης και το ποσοστό ανεργίας παρουσίασαν σημαντική βελτίωση σε σχέση με το 2021. Το β’ τρίμηνο το ποσοστό απασχόλησης ήταν 60,5%, ενώ το ποσοστό ανεργίας 12,2%. Η αγορά εργασίας έχει ήδη ανακάμψει από το σοκ της πανδημικής κρίσης και δεν φαίνεται να επηρεάζεται, προς το παρόν, αρνητικά από την τρέχουσα ενεργειακή κρίση και την πληθωριστική έξαρση. Ωστόσο, τα διαρθρωτικά της προβλήματα παραμένουν.
Το β’ τρίμηνο το ποσοστό απασχόλησης ήταν το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ, ενώ η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας ήταν κατά 22,1% χαμηλότερη του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Η μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης εντοπίζεται στον κλάδο της παροχής καταλύματος και εστίασης και ακολούθως στο εμπόριο. Επί της ουσίας ο ιδιωτικός τομέας δημιουργεί θέσεις απασχόλησης σε κλάδους που παράγουν χαμηλή προστιθέμενη αξία, είναι χαμηλής παραγωγικότητας και προσφέρουν χαμηλούς μισθούς. Η απασχόληση στον τριτογενή τομέα της οικονομίας έχει ανακάμψει στο επίπεδο του 2008, ενώ η απασχόληση στον δευτερογενή τομέα παραμένει κατά 38% χαμηλότερη από το 2008.
Το δ’ τρίμηνο του 2021 και το α’ τρίμηνο του 2022 υπήρξε σημαντική αύξηση της ημιαπασχόλησης, η οποία περιορίστηκε το β’ τρίμηνο του 2022. Το 50% των ημιαπασχολούμενων επιθυμούσε να εργαστεί με πλήρες ωράριο, αλλά δεν μπορούσε να βρει θέση πλήρους απασχόλησης. Ο κύριος όγκος των υποαπασχολούμενων είναι ηλικίας 30-44 ετών και ακολούθως 45-64 ετών.
Μετά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα το 2022, η Ελλάδα ανήλθε στην 11η θέση από τη 16η στην οποία βρισκόταν το 2021. Η εξέλιξη αυτή είναι θετική, ωστόσο ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού είναι διαρκής όσο αυξάνεται το επίπεδο τιμών και επομένως θα πρέπει να υπάρξει νέα και σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023.
Η προστασία των εργαζομένων στην Ελλάδα από συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι αξιοσημείωτα περιορισμένη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα πρέπει να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες.
To πλήρες κείμενο της Ενδιάμεσης Έκθεσης 2022 έχει αναρτηθεί είναι διαθέσιμο και στον ακόλουθο σύνδεσμο:
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΚΦ