Το λάθος μιας βιαστικής απόφασης (του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου)

Η συλλογική διαπραγμάτευση στην Ελλάδα, δηλαδή η διαδικασία κατάρτισης συλλογικών συμβάσεων εργασίας σε επιχειρήσεις και κλάδους καταγράφει χαμηλή εξέλιξη από την εφαρμογή της μνημονιακής νομοθεσίας και εντεύθεν.

Πάντοτε η συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων αποτελούσε ένδειξη ισορροπίας της αγοράς, αντιμετώπιζε την στρέβλωση του αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων και περιλάμβανε ανάσες για το εισόδημα των εργαζομένων.

Τα τελευταία χρόνια συνηθίσαμε σε ελάχιστες κλαδικές συμβάσεις, όπως η πρόσφατη κλαδική ΣΣΕ του επισιτισμού. Η κυβέρνηση με πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού και ενόψει του φαινομένου της «μεγάλης παραίτησης» των νέων και  στον κλάδο αυτόν και της έλλειψης ενδιαφέροντος απασχόλησής τους, προέβη στην κήρυξή της ως υποχρεωτικής, δηλαδή στην επέκτασή της σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου και εργαζόμενους, ανεξαρτήτως συνδικαλιστικής τους οργάνωσης.

Βασικό περιεχόμενο της ΣΣΕ αυτής αποτελεί το σχετικά ικανοποιητικό μισθοδοτικό επίπεδο των αποδοχών και επιδομάτων που καθιερώνει, αλλά και η θέσπιση της πενθήμερης απασχόλησης ώστε με συστηματικό τρόπο να περιοριστεί η ανασφάλιστη εργασία που οργιάζει στον κλάδο αυτό, κυρίως με τη συνεχόμενη επί επταήμερο απασχόληση πολλών εργαζομένων, ιδίως κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου, τη ψευδεπίγραφη κατάρτιση ατομικών συμβάσεων τετράωρης απασχόλησης που στην πραγματικότητα ξεπερνούν τις δέκα ώρες απασχόλησης καθημερινά, καθώς και την υπέρβαση του οκτάωρου χωρίς αμειβόμενη την υπερωριακή, νυχτερινή εργασία και εργασία τις Κυριακές. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, και ορθώς ενεργώντας, προέβη στην παραπάνω απόφαση κατά την έναρξη της τουριστικής περιόδου για να σηματοδοτήσει την πολιτική βούληση αναβάθμισης του κλάδου.

Θα περίμενε κανείς μια τέτοια συλλογική σύμβαση εργασίας ενός τέτοιου σημαντικού για την οικονομία της χώρας κλάδου να μην αποδομηθεί τόσο σύντομα και τόσο άκομψα:

Στην αγωνία πολλών επιχειρήσεων να εξασφαλίσουν την απασχόληση του ίδιου προσωπικού και την έκτη ημέρα, προφανώς άσκησαν τη σχετική πολιτική πίεση, εξαναγκάζοντας το Υπουργείο Εργασίας σε ένα σοβαρό λάθος. Με την επίκληση της αρχής ότι η ευνοϊκότερη ρύθμιση ατομικής συμφωνίας υπερισχύει της όποιας ρύθμισης εκ της ΣΣΕ προβλεπόμενης εφευρέθηκε η οικογενειακή και προσωπική ανάγκη του εργαζόμενου, ως ευνοϊκότερη ρύθμιση, προκειμένου αυτός να ζητήσει την απασχόλησή του παρόλη την αντίθετη πρόβλεψη της ΣΣΕ κατά τη διάρκεια μίας επιπλέον ημέρας με μείωση του ωραρίου του σε εξαήμερη βάση ώστε να τηρείται το νόμιμο ωράριο. Είναι η πρώτη φορά στα χρονικά, που μία επιπλέον ημέρα εργασίας, έστω με μειωμένη απασχόληση τις υπόλοιπες εργάσιμες ημέρες, να αποτελεί ευνοϊκότερη ρύθμιση, δήθεν κατ’ επιλογή του εργαζόμενου, στον οποίο το Υπουργείο με εγκύκλιο του επιτρέπει να αιτείται κάτι τέτοιο.

Κατ’ αρχάς κρίσιμο είναι αν απαιτούταν μία διευκρινιστική εγκύκλιος για να θεσπιστεί μία ρύθμιση που οι κοινωνικοί εταίροι δεν θέλησαν και δεν την περιέλαβαν στο περιεχόμενο της ΣΣΕ που υπέγραψαν. Η απάντηση είναι όχι. Δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτό κάτι τέτοιο. Επιπλέον, αν η εγκύκλιος παραμένει σε ισχύ αναμφίβολα θα προκύψουν έριδες μεταξύ των εργοδοτών και εργαζομένων του κλάδου, που θα εξαναγκάσουν στην υποβολή αιτήσεων χωρίς να υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις εφαρμογής δηλαδή οι οικογενειακές και προσωπικές ανάγκες.

Το Υπουργείο Εργασίας θα πρέπει καλώντας τους κοινωνικούς εταίρους της ως άνω ΣΣΕ σε διαβούλευση να τους προτρέψει και όχι εξανάγκασει με σοφίσματα στη διευθέτηση του ζητήματος της έκτης ημέρας απασχόλησης. Οι ίδιοι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να επανέλθουν με συμπληρωματική συλλογική ρύθμιση, όπως αυτοί αποφασίσουν. Η βιασύνη για την έκδοση μιας τέτοιας εγκυκλίου δεν αποκλείει την επανάληψη της για άλλες ΣΣΕ που επίσης καθιερώνουν το πενθήμερο (πχ στον κλάδο των τραπεζών) με τα γνωστά επακόλουθα των συγκρούσεων μεταξύ των μερών που θα προκύψουν .

Γιάννης Καρούζος, Δικηγόρος-Εργατολόγος

Similar Posts